βερέμης

βερέμης
-ισσα, -ικο
1. φυματικός
2. καχεκτικός
3. δύστροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. verem].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Βερέμης, Αθανάσιος — (Αθήνα 1943 –). Ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής της πολιτικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης των ΗΠΑ και ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Άρχισε την πανεπιστημιακή …   Dictionary of Greek

  • βερεμιάζω — [βερέμης] 1. γίνομαι φυματικός 2. μεταδίδω φυματίωση σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • Мустоксидис, Андреас — Андреас Мустоксидис греч. Ανδρέας Μουστοξύδης …   Википедия

  • Анагностарас — Гесс, Петер фон Анагностарас побеждает турков при Вальтеси . Анагностарас (греч. Ανα …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”